Τιμάρχου

Τιμάρχου
Τίμαρχος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Contre Timarque — (en grec ancien Κατὰ Τιμάρχου / Katà Timárkhou) est l un des trois discours préservés de l orateur athénien Eschine. Rédigé en 346–345 av. J. C., il s insère dans le contexte de la lutte entre le royaume de Macédoine et les cités grecques :… …   Wikipédia en Français

  • ЭСХИН —    • Aeschines,          Αίσχίνης,        1. Socraticus, автор семи диалогов, написанных в духе Сократовой философии; до нас дошло от них несколько отрывков. Сын бедных родителей, он жил постоянно в гнетущей бедности, но всегда оставался верен… …   Реальный словарь классических древностей

  • GALLUS Tanagroeus — vide Tanagra. Dicitur autem haec domestica volucris ita, παρὰ τὸ κάλλος, Isid. aliis a castratione, quod tales erant Galli, Cybeles Sacerdotes; vel, quod cristam habent in capite, galeae, similem: notae pugnacitatis avis domestica, e Perside… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LANISTA — Isid. est praefectus Gladiatorum, qui eos ad mutuam lanienam instituebat. Vox Thufca. ab hisce enim Gladiatores, Nic. Damasc. Conducebantur Lanistae ingenti pretio: qui, cum opus esset, proposita paria indicabant, quanti? iugulatorum pretia non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLUMARIA Ars — Veterib. celebrata, Iac. Cuiacio, Bulengero, aliis, censetur sic vocata, co quod Artifices istiusmodi primitus vestimenta ex avium conficerent plumis. Prudentius, Hamartig. v. 294. Hunc videas lascivas praepete cursu Venantem tunicas, avium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… …   Dictionary of Greek

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Ερπυλλίς — (4ος αι. π.Χ.). Παλλακίδα του Αριστοτέλη και μητέρα του γιου του, Νικόμαχου. Έμεινε κοντά στον φιλόσοφο έως τον θάνατό του. Ο Αριστοτέλης της κληροδότησε ένα τάλαντο και το σπίτι του της Χαλκίδας, και την εμπιστεύθηκε στη στοργή των μαθητών του… …   Dictionary of Greek

  • Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”